νάτωρ

νάτωρ
νάτωρ [ᾱ], ορος, , ([etym.] νάω)
A flowing,

Ἴναχε, νᾶτορ παῖ . . Ὠκεανοῦ S.Fr. 270

(anap.), cf. foreg. and ναέτωρ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νάτωρ — νάτωρ, ὁ (Α) βλ. ναέτωρ …   Dictionary of Greek

  • νάμα — και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν) νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα τού Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ. β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.) 2. (κατ επέκτ.) πηγή, βρύση 3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή… …   Dictionary of Greek

  • ναέτωρ — και νάτωρ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ρέων, πολύρρους». [ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μελέ τωρ < μέλω). Ο τ. νᾱ τωρ < *ναFέτωρ με σίγηση τού F και συναίρεση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”